συριστική

συριστική
ἡ, Α [συρίζω (Ι)]
(ενν. τέχνη) η τέχνη τού να παίζει κανείς τη σύριγγα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τυτώ — Νυχτόβιο αρπακτικό πουλί (tyto alba) της οικογένειας των τυτονιδών, της τάξης των γλαυκόμορφων. Λέγεται και στριξ. Έχει συνολικό μήκος περίπου 35 εκατοστά, με άνοιγμα στις φτερούγες σχεδόν 1 μ. H τ. είναι αρκετά διαδεδομένη με μερικά υποείδη, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”